- Ταραντῖνοι
- Ταραντῖνοιcavalry armed with javelinsmasc nom/voc plΤαραντῖνοςa Tarentinemasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
бодня — кадушка с крышкой , донск. (Миртов)1, воронежск., укр. бодня, сербохорв. ба̀дањ, бадња, словен. bǝdǝ̀nj чан , чеш. bedna, польск. bednia и т. д. Слав. *bъdьnь восходит через герм. (др. англ. byden, ср. нж. н. bodene чан, бочка , д. в. н. butîn,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ιπνασία — ἰπνασία, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «γαστήρ. Ταραντίνοι» … Dictionary of Greek
μίρον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὅταν ἀπονυστάζῃ τις, λέγουσι Ταραντῑνοι» … Dictionary of Greek
τήνης — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἕως, Ταραντῑνοι» … Dictionary of Greek
ταραντίναρχος — και ταραντινάρχης, ὁ, Α αρχηγός, επικεφαλής ίλης ελαφρού ιππικού, τής ταραντιναρχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ταραντῖνοι «σώμα ιππέων» + αρχος* / άρχης*] … Dictionary of Greek
ταραντίνος — η, ο / ταραντῑνος, ίνη, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τάραντα ή αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη 2. το αρσ. ως ουσ. ο Ταραντίνος, η Ταραντίνη ο κάτοικος τού Τάραντα ή αυτός που κατάγεται από τον Τάραντα μσν. αρχ. (το αρσ … Dictionary of Greek
ταραντινίζω — Α [ταραντῑνος] 1. (κυρίως) ιππεύω όπως οι Ταραντίνοι 2. (γενικά) μιμούμαι τους Ταραντίνους 3. είμαι με το μέρος τών Ταραντίνων … Dictionary of Greek
τελλίην — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ δεῑνα. Ταραντῑνοι» … Dictionary of Greek
τορόνος — Α (κατά τον Ησύχ.) «τόρνος, Ταραντῑνοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τόρνος σχηματισμένος από ένα δυσερμήνευτο θ. τορο . Κατά την πιθανότερη άποψη, το ο τού τ. τορόνος είναι φωνήεν ανάπτυξης, ενώ λιγότερο πιθανή φαίνεται η άποψη ότι ο τ. τορόνος… … Dictionary of Greek
Ηράκλεια — I Γιορτή που τελούσαν σε πολλά μέρη της Ελλάδας προς τιμήν του Ηρακλή. Στην Αττική, γνωστά ήταν τα Η. του Μαραθώνα και του Κυνοσάργους. Τα πρώτα γίνονταν κάθε πέντε χρόνια και το βραβείο ήταν μία ασημένια φιάλη. Σημαντικότερα όμως ήταν τα Η. της… … Dictionary of Greek